- μυλλός
- (I)μυλλός, -ή, -όν (Α)1. (κατά τον Ησύχ.) «μυλλόνκαμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν»2. (κατά τον Ευστ.) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν».[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυλλῶ ή μυλλαίνω (< μύλλον «χείλος»), παρά το ότι η σημ. της λ. απομακρύνεται αρκετά από τη σημ. «χείλος»].————————(II)μυλλός, ὁ (Α)είδος πλακούντα που παρασκεύαζαν κατά τα Θεσμοφόρια με σουσάμι και μέλι σε σχήμα γυναικείου εφηβαίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μύλλω «συντρίβω, συνουσιάζομαι» (πρβλ. μυλλάς), που συνδέεται πιθ. και με τη λ. μύλλον «χείλος», λόγω τής μορφικής συσχέτισης του με το γυναικείο αιδοίο].
Dictionary of Greek. 2013.